- προφορικές
- уcмени
Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.
Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.
προφορικός — ή, ό / προφορικός, ή, ον, ΝΜΑ [προφορά] αυτός που εκφράζεται με προφορά, με εκφώνηση, σε αντιδιαστολή προς τον ενδιάθετο ή τον γραπτό (α. «προφορικές εξετάσεις» β. «καὶ τοῡ ἐνδιαθέτου λόγου καὶ τοῡ προφορικοῡ», Πλούτ. γ. «ἀνθρωπινωτέρως… … Dictionary of Greek
Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… … Dictionary of Greek
Γκαμπόν — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γκαμπόν Έκταση: 267.667 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.308.500 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Λιμπρεβίλ (541.000 κάτ. το 2002)Κράτος της βορειοδυτικής Αφρικής. Συνορεύει Β με την Ισημερινή Γουινέα και το Καμερούν, Α και Ν με τη… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… … Dictionary of Greek
Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο — Άμεσα εκλεγμένο κοινοβουλευτικό όργανο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (βλ. λ.), από το 1979. Αποτελείται από 626 μέλη που κατανέμονται σύμφωνα με τη συνθήκη: Γερμανία 93, Γαλλία 87, Ιταλία 87, Μεγάλη Βρετανία 87, Ισπανία 64, Ολλανδία 31, Βέλγιο 25, Ελλάδα … Dictionary of Greek
αφήγημα — Λογοτεχνικό είδος του πεζού λόγου. Όπως φανερώνει και η ονομασία του, συγγενεύει περισσότερο με το διήγημα. Υπάρχουν όμως μεταξύ τους βασικές διαφορές. Το διήγημα έχει καθιερωθεί ως συγκεκριμένο είδος του γραπτού λόγου, παρότι που ως όρος δίνει… … Dictionary of Greek
μυθογραφώ — (Α μυθογραφῶ, έω) [μυθογράφος] συνθέτω μύθους («τὰ περὶ τὴν Ὀδυσσέως πλάνην μυθογραφήσαντος τοῡτον τὸν τρόπον», Στράβ.) νεοελλ. συλλέγω μύθους από προφορικές αφηγήσεις ατόμων, τούς καταγράφω και ασχολούμαι συστηματικά με τη μελέτη και την… … Dictionary of Greek
μύθος — Παραδοσιακή αφήγηση ενός λαού, στην οποία αποδίδονται ιδιαίτερες αξίες ιερού χαρακτήρα. Ο όρος, τον οποίο οι αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποιούσαν για τις φανταστικές διηγήσεις, υποδηλώνει μέχρι σήμερα την πιθανότητα και την αντικειμενική αναξιοπιστία… … Dictionary of Greek
πεντάτευχος — Με το όνομα αυτό χαρακτηρίζεται συνήθως το σύνολο των πέντε πρώτων βιβλίων της Παλαιάς Διαθήκης (Γένεση, Έξοδος, Λευιτικόν Αριθμοί, Δευτερονόμιον, που εβραϊκά έχει τον τίτλο Τορά, δηλαδή νόμος, διδασκαλία). Η Π., που περιλαβαίνει θεμελιώδεις… … Dictionary of Greek
Αϊτή — Νησιωτικό κράτος της Καραϊβικής θάλασσας, στην Κεντρική Αμερική.Βρέχεται στα Β από τον Ατλαντικό ωκεανό, στα Δ και Ν από την Καραϊβική θάλασσα, ενώ στα Α συνορεύει με τη Δομινικανή Δημοκρατία, με την οποία μοιράζονται το έδαφος του νησιού… … Dictionary of Greek
Ακτή Ελεφαντοστού — Κράτος της δυτικής Αφρικής.Συνορεύει στα Α με την Γκάνα, στα Β με την Μπουρκίνα Φάσο (ΒΑ) και το Μάλι (ΒΔ), στα Δ με τη Γουινέα (ΒΔ) και τη Λιβερία (ΝΔ), ενώ στα Ν βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό.Τα σύνορα της Δημοκρατίας της Α.Ε. δεν… … Dictionary of Greek